- ποτνιαστής
- ποτνι-αστής, οῦ, ὁ,A lamenter, Phld. Herc.1457.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτνιαστής — ὁ, Α [ποτνιῶμαι] αυτός που κραυγάζει θρηνητικά … Dictionary of Greek